- διαμετακομίζω
- διαμετακόμισα, διαμετακομίστηκα, διαμετακομισμένος, μεταφέρω, κυρίως εμπορεύματα, από μια χώρα σε άλλη διαμέσου μιας τρίτης: Πρέπει να διαμετακομίσεις σύντομα όλο το φορτίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.